Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Δύο λόγοι, μερικές αδυναμίες και στρατηγικές ευκαιρίες.

Πραγματικά καλές οι ομιλίες των δύο βασικών διεκδικητών για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ. Δίνουν ένα σαφές και αιχμηρό όραμα για το ΠΑΣΟΚ και την για την Ελληνική κοινωνία. Οι προτάσεις τους είναι σχετικά πραγματοποιήσιμες και απαντούν σε πολλές από τις «λαϊκές ανησυχίες». Δίνουν το περίγραμμα ενός σύγχρονου, σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.

Ωστόσο αξίζουν ορισμένες παρατηρήσεις.

Είναι σαφές ότι ο και οι δύο πρόταξαν (με λιγότερη ρητορική πειστικότητα ο Γ. Παπ. είναι η αλήθεια) ένα σαφές πρόγραμμα/όραμα, το οποίο εμφανίζεται «λαϊκό» και μάλλον ριζοσπαστικό σε σχέση με το παρελθόν (και του ιδίου αλλά και του ΠΑΣΟΚ μετά το 2000). Πρόταξαν την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας που να ενσωματώνει τους συνταξιούχους, τους αγρότες και τους χαμηλόμισθους αλλά και τα μεσαία στρώματα. Μίλησαν για κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και αναδιανομή. Υποσχέθηκαν ισχυρό ρόλο για το κράτος στην οικονομία, ουσιαστικό κράτος πρόνοιας, δίκαιη φορολογία, πιο ανθρώπινο κρατικό μηχανισμό ακόμα και για προστατευτισμό (για χρυσή μετοχή μίλησε ο Γ. Παπ.), αλλά και για περισσότερη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τώρα από την πλέυρά του Ο Γ. Παπ. έκανε και μια κάποια αυτοκριτική και τα έβαλε με την παγκοσμιοποίηση. Το κυριότερο ωστόσο είναι ότι ήρθε σε οριστική ρήξη με το Σημιτικό παρελθόν και με αυτό που καυτηρίασε (επανειλημμένα) ως καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ και ως καθεστωτική πρακτική που αποξένωσε «λαό». Η θέση του, όπως έχω ξαναγράψει, είναι να κάνει σαφές ότι αυτή τη φορά θα αλλάξει συθέμελα το καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ, ότι θα αναδείξει νέους ανθρώπους και θα έρθει σε επαφή με τις «λαϊκές ανησυχίες». Η θέση του είναι να αποδώσει τα αίτια των δεινών του ΠΑΣΟΚ στην περίοδο λίγο πριν το 2004.

Όπλο στο νέο, ας τον χαρακτηρίσουμε λαϊκό, ριζοσπαστικό λόγο του Γ. Παπ., είναι από ότι φαίνεται η έννοια του «νέου πατριωτισμού». Προσοχή μπορεί σε μερικούς να φαντάζει απλοϊκή, (σε άλλους ακόμα και γελοία), αλλά σίγουρα δεν είναι τέτοια και με την κατάλληλη προβολή και χρήση από τον Γ. Παπ. μπορεί να αποτελέσει μια μεγάλη συνεκτική ιδέα (αντιπροσωπευτική του οράματος του για τη χώρα) και ως εκ τούτου να προσελκύσει πολύ κόσμο – αρχής γενομένης στις εκλογές της 11ης Νοέμβρη. Ο «νέος πατριωτισμός», ειδικότερα μετά την εθνική τραγωδία των πυρκαγιών μπορεί να αποτελέσει ένα πειστικό επιχείρημα αλλαγής. Πρώτα από όλα σε ότι αφορά στη συμπεριφορά μας προς το περιβάλλον και ύστερα κατ’ επέκταση στις σχέσεις μας με το κράτος (φορολογία κ.α.) αλλά και στη συμπεριφορά του ίδιου του κρατικού μηχανισμού απέναντι μας. Με όπλα λοιπόν τη «ρήξη» με το καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ και (πιθανώς) το «νέο πατριωτισμό» (ή κάτι που να κινείται σε αυτά τα πλαίσια) ελπίζει να φτάσει εκ νέου στην ηγεσία και αργότερα στην εξουσία.

Ωστόσο το πολιτικό πρόταγμα του Γ. Παπ. είναι προφανές ότι έχει αδυναμίες. Κυριότερη είναι ότι δεν εξηγεί το πώς ακριβώς θα μετουσιώσει σε πράξη αυτά που διακηρύσσει. Στόχος του και "εχθρός" του νέου ΠΑΣΟΚ που οραματίζεται, είναι η Παγκοσμιοποίηση. Αλλά δεν εξηγεί πως μπορεί κανείς να «τα βάλλει» με την παγκοσμιοποίηση. Και αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί κανείς δεν μπορεί να βρει ένα κέντρο σε αυτή τη διαδικασία. Ο Γ. Παπ. καυτηριάζει τις παρενέργειες της παγκοσμιοποίησης και υποστηρίζει ότι θέλει ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας και τέτοιες πολιτικές που να αντιστρατεύονται το κοινωνικό dumping που φαίνεται να επιβάλλει αυτή, ωστόσο δεν εξηγεί πως θα συμβεί αυτό. Αναφέρεται βέβαια στη «χρυσή μετοχή» και στο ενδεχόμενο προστασίας ορισμένων κρίσιμων τομέων της οικονομίας μας, αλλά αυτό και θολό είναι και σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει τις «κοινωνικές πολιτικές» ή τη «φιλολαϊκή πολιτική» που θέλει ο ίδιος. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα (δεν είναι Γαλλία και ούτε καν Ισπανία) που δεν μπορεί να εφαρμόσει μόνη της έναν προστατευτισμό (χωρίς τραγικές συνέπειες). Οπότε το επιχείρημα του Γ.Παπ. μάλλον στερείται εν τέλει σοβαρότητας.

Και εδώ είναι που ο Ε. Βενιζέλος έχει το πλεονέκτημα. Διότι αναφέρει σαφέστατα ότι οι Σοσιαλιστές στην Ευρώπη δεν πείθουν γιατί από τη μία υπόσχονται κοινωνικά ευαίσθητες πολιτικές και από την άλλη είναι αναγκασμένοι να τις εφαρμόσουν εντός των εξαιρετικά στενών ορίων που επιβάλλουν η ΕΚΤ και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οπότε καθίσταται σαφές ότι πρώτο μέλημα είναι να δουλέψει το ΠΑΣΟΚ για να αλλάξει αυτή η πολιτική σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, ή τουλάχιστον να σταματήσουν να είναι τόσο στενά τα όρια.

Πέρα λοιπόν από τις αιχμηρές διακηρύξεις για το νέο ΠΑΣΟΚ (και είναι σωστά αυτά που λέει για «πρώτος μεταξύ ίσων» και για ανοιχτό κόμμα) και για την κοινωνικά δίκαιη κοινωνία, αυτό που προέχει είναι να υπάρξουν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν αυτή την πολιτική και θα κάνουν το σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα του ΠΑΣΟΚ πραγματικά πειστικό. Και αυτό ακριβώς πρέπει να είναι το κεντρικό μήνυμα: ότι δηλαδή το ΠΑΣΟΚ θα δουλέψει για την αλλαγή στο Ευρωπαϊκό επίπεδο (με τις κατάλληλες συμμαχίες) για να μπορέσει όλη η Ευρώπη να γυρίσει σε ένα πιο κοινωνικό μοντέλο. Αυτό δε σημαίνει ότι σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί από τώρα να πραγματοποιήσει μια «κοινωνικά εκσυγχρονιστική» πολιτική. Κάθε άλλο πρέπει να το αναδείξει και αυτό. Ότι το ΠΑΣΟΚ δηλαδή μπορεί και θέλει να το κάνει άμεσα αυτό – όταν γίνει κυβέρνηση ξανά.

Ας μην ξεχνάμε ότι τα πραγματικά ηγεμονικά προτάγματα στην Ελλάδα χτίζονται στη βάση μεγάλων κινητήριων ιδεών για την εξωτερική πολιτική. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μίλησε για την «εθνική ανεξαρτησία» και την ανάγκη να αντισταθεί η Ελλάδα σε αυτές τις διεθνείς δεσμεύσεις που την έφερναν πίσω (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ). Μόνο τότε, υποστήριζε, θα μπορούσε να χτίσει την κοινωνικά δίκαιη κοινωνία. Ο Σημίτης από την άλλη υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα πρέπει επιτέλους να πάψει να λαϊκίζει και να γίνει πραγματικό τμήμα της Ευρώπης. Δηλαδή να «Εξευρωπαϊστεί», να «εκσυγχρονίσει» κράτος και οικονομία. Αυτό συνεπάγονταν και μια ουσιαστική, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις, συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. Και οι δύο τόνισαν την Εξωτερική διάσταση ως προϋπόθεση για τις εσωτερικές αλλαγές και κατάφεραν να επικρατήσουν. Βέβαια και τα δύο εγχειρήματα προσέφεραν πάρα πολλά καλά, αλλά και παρήγαγαν και αδικίες.

Οπότε είναι σωστό να τονίζει ο Ε. Βενιζέλος ότι κρατάει τα καλά και από τους δύο (πράγμα που παρά τη στρατηγική ρήξη με τον Κ. Σημίτη, ανέφερε και ο Γ.Παπ.), αλλά εξαιτίας της αρνητικής στάσης της πλειοψηφίας των φίλων/μελών του ΠΑΣΟΚ (και μιας μεγάλης μερίδας Ελλήνων) απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό θα πρέπει συμβολικά να μειώσει τις σχέσεις του μαζί του. Στόχος είναι η ανανέωση και ο «κοινωνικός εκσυγχρονισμός» αλλά και η ρήξη με το "καθεστωτικό" παρελθόν. Σε αυτή την προοπτική πρέπει να αναδείξει μια πραγματικά νέα (και σε ηλικία) ηγετική ομάδα στο κόμμα.

Εκεί που υστερεί μέχρι στιγμής ο Ε. Βενιζέλος είναι στην εξεύρεση μιας βασικής κινητήριας ιδέας. Την περιγράφει αλλά δεν την έχει καταθέσει ρητορικά και συμβολικά ακόμη.

Ανέφερε πάντως, πολύ έξυπνα, ότι ο κύκλος της μεταπολίτευσης τελείωσε. Και είναι ακριβώς αυτό το σχόλιο πιστεύω που πρέπει να συνδυάσει με την εξωτερική διάσταση για να «κατασκευάσει» μια τέτοια κινητήρια ιδέα. Ο κύκλος λοιπόν της μεταπολίτευσης τελείωσε, και αυτός ο κύκλος σημαδεύτηκε από τις δύο ηγεμονικές κινήσεις του ΠΑΣΟΚ. Μία προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ανεξάρτητης Ελλάδας που να σέβεται τον εαυτό της (μετά από δεκαετίες ωμής ξένης παρέμβασης) και τη δημιουργία κράτους πρόνοιας. Και μία προς τον εκσυγχρονιστικό ορθολογισμό, τη ρήξη με το λαϊκισμό και το άνοιγμα της χώρας. Προσοχή, η ΝΔ απλά ακολουθεί αυτή τη δεύτερη.

Πλέον ζητούμενο είναι (με βάση τα κέρδη από τις δύο κινήσεις) να φτιάξει το ΠΑΣΟΚ μια κοινωνία, που να είναι όσο περισσότερο γίνεται κοινωνικά δίκαιη αλλά και πάντα ανοιχτή. Το ζητούμενο είναι να τελειώσουμε με τις καθεστωτικές συμπεριφορές σε όλους τους τομείς (πολιτική, δημόσια διοίκηση), με την ανευθυνότητα (φοροδιαφυγή και λογικές του δε βαριέσαι) και τις αδικίες (κακή παιδεία, πενιχρή δημόσια υγεία, φτωχές συντάξεις). Η Ελλάδα δηλαδή πρέπει να μπει στον νέο κύκλο, που θα της επιτρέψει να γίνει πραγματικά ισχυρή κοινωνία. Αυτό μπορεί κανείς να το πει στρατηγική του «κοινωνικού εκσυγχρονισμού» ή του νέου «κοινωνικού συμβολαίου» ή της «δίκαιης, λαϊκής ανάπτυξης» ακόμα και της «νέας Μεταπολίτευσης».
Τέλος μια άλλη αδυναμία του λόγου του Ε. Βενιζέλου είναι ότι δεν αναφέρθηκε ρητά στα αίτια των ηττών του 2004 και του 2007. Να πεί δηλαδή ότι το ΠΑΣΟΚ έχασε το 2004 και το 2007 επειδή και το Ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ αλλά και το Σήμιτικό παρήγαγαν αδικίες και καθεστωτικές συμπεριφορές. Αλλά να πει επίσης ότι αυτά τα ήξεραν ή μπορούσαν να τα υποψιαστούν ήδη από το 2004 και ότι τρία χρόνια τώρα δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να τα αντιμετωπίσουν. Και ότι έρχεται τώρα ο Γ. Παπ. να πει ότι και αυτός τα ήξερε αυτά και ότι παρολαυτά δεν έκανε τίποτα και ότι θέλει ανανέωση της αρχηγίας του για να το κάνει τώρα... Πράγμα μάλλον μη σοβαρό για ένα αρχηγό ενός μεγάλου κόμματος.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Ο Γ.Παπανδρέου και η "ρήξη" με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ.

Μερικές σκέψεις για την "ηθική" στην πολιτική, την άνοδο του Γ. Παπανδρέου στίς δημοσκοπήσεις - μετά και την επεισοδιακή συνέλευση της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ - και τις σχέσεις του Ε. Βενιζέλου με τον εκσυγχρονισμό.


Είναι σαφές ότι από τη στιγμή που ο Γ. Παπανδρέου διαθέτει την εικόνα ενός πιο «ανθρώπινου» πολιτικού, διαθέτει και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στον Ε. Βενιζέλο το οποίο θα του δώσει κάποιους πόντους – τόσο μεταξύ των πολιτών όσο και μεταξύ των φίλων του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι προφανής η προσπάθεια του Ε. Βενιζέλου να εμφανιστεί πιο ήπιος, λιγότερο παρορμητικός, πιο ενωτικός και λιγότερο επιθετικός αν και πάντα κριτικός. Ωστόσο αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί την αιχμή του δόρατος του πολιτικού του μηνύματος. Μια τέτοια προσπάθεια θα τον παγιδεύσει σε ένα ανέξοδο, σχεδόν απολιτικό διάλογο από τον οποίο δεν μπορεί να κερδίσει πολλά. Σίγουρα πρέπει να «βελτιώσει» αυτή του την εικόνα όχι μόνο για να αυξήσει τις πιθανότητες εκλογής του, αλλά και επειδή εν τέλει η ηθική στην πολιτική πρέπει να είναι στο προσκήνιο.

Ωστόσο μια πολιτική διαμάχη δεν πρέπει (και δεν πρόκειται) να κριθεί εκεί. Όπως δεν πρέπει (και επίσης δεν πρόκειται εν τέλει) να κριθεί στο διακύβευμα «ποιος μπορεί να νικήσει τον Καραμανλή». Οι ηγετικές ικανότητες, η ευστροφία, η τιμιότητα και η ανθρωπιά είναι όλες σημαντικές παράμετροι που έχουν ρόλο στην πολιτική, και πρέπει να απασχολούν τόσο το κοινό όσο και αυτούς που συμμετέχουν στην πολιτική. Ωστόσο, επαναλαμβάνω οι πολιτικές διαμάχες και διαδικασίες δεν κρίνονται σε αυτή τη βάση (που απομονωμένη στην ουσία οδηγεί σε απολιτικές συγκρούσεις) αλλά μέσα από τη σύγκρουση των ιδεών και των πολιτικών οραμάτων.

Είναι σαφές ότι ο Ε. Βενιζέλος έχει ένα αναπτυγμένο πολιτικό όραμα (και ιδέες) για το σύγχρονο ΠΑΣΟΚ και την σοσιαλδημοκρατία το οποίο το έχει καταθέσει στα βιβλία του, αλλά το οποίο δεν αποτυπώνεται με σαφήνεια στις 20 θέσεις του, που είναι μάλλον γενικόλογες. Διαθέτει βεβαίως προβάδισμα έναντι ενός αντιπάλου ο οποίος δεν είχε ποτέ πρόγραμμα και όραμα (αλλά ούτε και τη θέληση να φτιάξει ένα) - πέρα ίσως από το θολό «άλλαξε τα όλα» το οποίο δεν μετουσίωσε ποτέ σε πράξη - και που παγιδεύτηκε σε μια ανούσια, παλαιοκομματική αντιπολιτευτική πολιτική, αλλά θα πρέπει η πλευρά του Βενιζέλου να γίνει πιο αιχμηρή και τολμηρή στις πολιτικές τοποθετήσεις της. Το περιεχόμενο της νέας ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να γίνει πιο απτό κατά την παρουσίαση του προκειμένου να πείσει περισσότερο κόσμο.

Επιπλέον σε σχέση με τα παραπάνω και με βάση τη διαγραφόμενη σημαντική ενίσχυση του Γ. Παπανδρέου στις δημοσκοπήσεις, χρειάζονται μερικές ακόμη παρατηρήσεις.

Είναι προφανές ότι ο Γ. Παπανδρέου ευνοείται από την ταύτιση του Ε. Βενιζέλου (στα μάτια του κόσμου) με τον κ. Σημίτη και από την δική του πλήρη ρήξη με τον πρώην πρωθυπουργό. Το επιχείρημα που σκιαγραφεί ο Γ. Παπανδρέου, ότι δηλαδή φταίει το «αντιλαϊκό» παρελθόν του ΠΑΣΟΚ για την κακή εικόνα του κόμματος και ότι τον ίδιο τον σαμπόταραν όταν επιχείρησε να αλλάξει τα πράγματα και ότι δηλαδή ότι ο ίδιος δεν φταίει αλλά είναι θύμα του «κακού» εκσυγχρονιστικού» παρελθόντος και ότι τελικά αξίζει μιας νέας ευκαιρίας με σκοπό να «τα αλλάξει όλα» (ρήξη), πείθει πολύ κόσμο (φάνηκε και από τις απαντήσεις για τα αίτια της ήττας στη δημοσκόπηση της Metron για τον Αντ1). Είναι εύκολο να δει κανείς ότι μεταξύ μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών είναι διάχυτη μια δυσθυμία απέναντι στον κ. Σημίτη και στο «εκσυγχρονιστικό» έργο του ΠΑΣΟΚ. Μια πλειοψηφία των πολιτών καταδικάζει αυτό το παρελθόν και το θεωρεί «αντιλαϊκό» - κυρίως για λόγους που έχουν να κάνουν με την επικράτηση μιας λαϊκίστικης λογικής αλλά αυτό δεν έχει σημασία.

Η συμβολική τοποθέτηση λοιπόν του Ε. Βενιζέλου (από τις έμμεσες πράξεις του, τα λόγια του αλλά και από κάποιες πράξεις του Κ. Σημίτη) στο πλευρό του πρώην πρωθυπουργού αφαιρεί πολλά από την πειστικότητα του πολιτικού του εγχειρήματος. Δεν εμφανίζεται σε καμία περίπτωση ως ο υποψήφιος της ρήξης, αλλά ως αυτός της συνέχειας και μάλιστα της συνέχειας με ένα «αντιλαϊκό» παρελθόν. Με ένα ΠΑΣΟΚ που λειτούργησε ως «κατεστημένο» και που «επιθυμεί εναγωνίως» τώρα να γυρίσει στην εξουσία που τόσο πολύ του έχει «λείψει». Αντιθέτως ο Γ. Παπανδρέου παρά τη γενικότερη αδυναμία στην πολιτική που τον χαρακτήρισε και τον χαρακτηρίζει, εμφανίζεται συμβολικά ως ο υποψήφιος της «ρήξης». Είναι άλλο πράγμα να θέλει ο Βενιζέλος να ενσωματώσει κριτικά τις επιτυχίες του «εκσυγχρονισμού» (που ήταν πολλές) και άλλο πράγμα να αφήνει να φανεί (που μπορεί να μην είναι αλήθεια αλλά δεν έχει σημασία) ότι είναι στην ουσία ο συνεχιστής του. Ναι ο Σημίτης ήταν από τους πιο επιτυχημένους πρωθυπουργούς και ναι ίσως και να είναι «εθνικό κεφάλαιο» αλλά το ΠΑΣΟΚ το 1996-2004, η λειτουργία του και η πρακτική του αποξένωσαν πολύ κόσμο (όχι μόνο από την Αριστερά) που ακόμα και σήμερα αντιδρά αρνητικά σε οτιδήποτε έχει σχέση με αυτή την περίοδο.

Είναι προφανές λοιπόν ότι ο Ε. Βενιζέλος θα πρέπει να είναι προσεκτικός και να αναθεωρήσει κάποια πράγματα αν δεν θέλει να βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Οι πολιτικές διαμάχες κερδίζονται στο συμβολικό επίπεδο των ιδεών, και αυτό δεν περιλαμβάνει μονάχα προγράμματα αλλά και ρητορικές εκφορές και βασικές κινητήριες ιδέες (που κυρίως αυτές) επηρεάζουν τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ο Αντρέας μίλησε για την «Αλλαγή» και την «Εθνική Ανεξαρτησία» και τον «Τρίτο Δρόμο». Ο Σημίτης για τον «Εκσυγχρονισμό» και τον «Εξευρωπαϊσμό». Ο Καραμανλής για τίποτα γι’ αυτό και δεν κατάφερε να δημιουργήσει πολιτική ηγεμονία. Ο Γ. Παπανδρέου, αν τον αφήσει η πλευρά Βενιζέλου, (και παρά το γεγονός ότι ρητά δεν το έχει κάνει ως τώρα) θα εμφανιστεί ως ο εκπρόσωπος της «ρήξης», πρώτα με το «καθεστωτικό» ΠΑΣΟΚ, με στόχο να φτιάξει ένα «σύγχρονο», «λαϊκό», σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και στη συνέχεια (αν έχει τα κότσια και το μυαλό) με το ευρύτερο πολιτικό σκηνικό.

Το να λέει ο Ε. Βενιζέλος ότι τους θέλει όλους δεν λέει τίποτα, δεν τον οδηγεί οδηγεί πουθενά. Πρέπει κριτικά να πάρει τα καλά του εκσυγχρονισμού και παράλληλα και να δηλώσει (ή έστω να υπαινιχθεί) ότι θα οδηγήσετε το κόμμα στην εσωτερική αλλαγή (αυτό σημαίνει και φρεσκάρισμα στελεχικού δυναμικού, όπως έγινε με τον Θαπατέρο στο ΣΚ της Ισπανίας). Κυρίως πρέπει να στερήσει από τον Γ. Παπανδρέου το όπλο της ρήξης (που μάλλον άθελα του δημιούργησε με την κρίση στην Κοινοβ. Ομάδα). Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ξανασκεφτεί και τη διάσταση της εξωτερικής πολιτικής (άσκηση κριτικής σε μη-δημοκρατική, φιλελεύθερη ΕΕ, ρόλος της ΕΚΤ). Τα πραγματικά σημαντικά και εν τέλει ηγεμονικά πολιτικά προτάγματα στην Ελλάδα χτίζονται πρωτίστως στη βάση γενικών γραμμών για την εξωτερική πολιτική.